τερτσίνα

τερτσίνα
η, Ν
1. μουσ. τρία φθογγόσημα που εκτελούνται ισόχρονα με δύο φθογγόσημα
2. στροφή με τρεις στίχους, αλλ. τερτσέτο ή τέρτσα ρίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. terzina].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τερτσίνα — η (λ. ιταλ.), ομάδα τριών φθογγοσήμων της μουσικής που εκτελούνται ισόχρονα με δύο φθογγόσημα της ίδιας αξίας, τριολέτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • τερτσέτο — το, Ν 1. ιταλική ποιητική στροφή η οποία αποτελείται από τρεις στίχους και ο πρώτος και τρίτος στίχος είναι ομοιοκατάληκτοι ενώ ο δεύτερος ομοιοκαταληκτεί με τον πρώτο και τρίτο στίχο τού επόμενου τρίστιχου, αλλ. τέρτσα ρίμα, τερτσίνα 2. σύντομο… …   Dictionary of Greek

  • τρίηχο — το, Ν μουσ. ομάδα τριών φθογγοσήμων τα οποία εκτελούνται ισόχρονα προς δύο φθογγόσημα τής ίδιας αξίας, κν. τριολέτο ή τερτσίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ήχος (πρβλ. εξά ηχο)] …   Dictionary of Greek

  • τριολέτο — το, Ν μουσ. το μουσικό τρίηχο, αλλ. τερτσίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. triolet, πιθ. υποκορ. τού ιταλ. trio (βλ. λ. τρίο)] …   Dictionary of Greek

  • τρίηχο — το ομάδα τριών φθογγόσημων ίσης αξίας που εκτελούνται ισόχρονα με δύο φθογγόσημα της ίδιας αξίας, το τριολέτο, η τερτσίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριολέτο — το (λ. γαλλ.), το μουσικό τρίηχο, τερτσίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”